- συστεγάζομαι
- συστεγάζομαι, συστεγάστηκα, συστεγασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συστεγάζω — ΝΑ [στεγάζω] νεοελλ. 1. στεγάζω στο ίδιο οίκημα 2. μέσ. συστεγάζομαι μένω στο ίδιο σπίτι με άλλον ή με άλλους αρχ. περικαλύπτω κάτι εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek